φούσκωση

φούσκωση
η
1. φούσκωμα (βλ. λ., 1).
2. φούσκωμα (βλ. λ., 4), δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια.
3. δυσφορία στην αναπνοή, δύσπνοια, λαχάνιασμα.
4. ερεθισμός, ψυχική δυσφορία ή οδύνη, θλίψη: Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει, γιατί φοβήθηκε πολύ ο νους τση μη φουσκώσει (Ερωτόκριτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φούσκωση — η, Ν [φουσκώνω] 1. φούσκωμα, διόγκωση 2. μτφ. α) δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια β) ψυχική οδύνη, θλίψη («φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσῃ, γιατί φοβήθηκε πολύ ο νους τση μη σηκώσει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”